αψυχοπόνετος

αψυχοπόνετος
και αψυχόπονος, -η, -ο
ο σκληρόκαρδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αψυχοπόνετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμπονά, άκαρδος, σκληρός: Είναι άνθρωπος αψυχοπόνετος και συμπόνια από δαύτον να μην περιμένεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”